- μικρομανία
- η(ιατρ.), ψυχοπαθολογική ενασχόληση με μικρά και ασήμαντα πράγματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικρομανία — η ιατρ. επίμονη ψυχοπαθολογική ενασχόληση με μικρά, ασήμαντα πράγματα ή γεγονότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μικρομανιακός — ή, ό [μικρομανία] αυτός που αναφέρεται στη μικρομανία ή αυτός που πάσχει από μικρομανία … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek